ψυχρότης

ψυχρότης
ψυχρό-της, ητος, ,
A coldness, cold, opp. θερμότης, Hp.VM16, Pl.R.437e;

ἡ τοῦ περιέχοντος ψ. καὶ στυγνότης Plb.4.21.1

: pl.

ψυχρότητες

chills, frosts,

Plu.2.701b

.
II metaph. of persons, want of feeling, bad taste, D.18.256: sluggishness, Plu.Fab.17.
2 of exaggerated, glittering phrases and the like , frigidity, Longin.3.4, Agatharch.21, Demetr.Eloc.6, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψυχρότης — coldness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχροτήτων — ψυχρότης coldness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρότησιν — ψυχρότης coldness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρότητα — ψυχρότης coldness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρότητας — ψυχρότης coldness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρότητες — ψυχρότης coldness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρότητι — ψυχρότης coldness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρότητος — ψυχρότης coldness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρότητ' — ψυχρότητα , ψυχρότης coldness fem acc sg ψυχρότητι , ψυχρότης coldness fem dat sg ψυχρότητε , ψυχρότης coldness fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρότητα — η / ψυχρότης, ητος, ΝΜΑ [ψυχρός] 1. η ιδιότητα τού ψυχρού 2. έλλειψη συναισθηματικής θέρμης νεοελλ. 1. η ανικανότητα ενός ατόμου να αισθανθεί γενετήσια ηδονή («γυναικεία ψυχρότητα») 2. φρ. «ψυχρότητα ανέμου» (μετεωρ.) μέτρο τής ψυκτικής δράσης… …   Dictionary of Greek

  • студень — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. παγετός, ψύχος, ψυχρότης ) стужа, холод.    …   Словарь церковнославянского языка

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”